αξαστέρωτος

αξαστέρωτος
-η, -ο
επίρρ. συννεφιασμένος, θολός, ασαφής: Το καινούριο κρασί ήταν ακόμη αξαστέρωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αξαστέρωτος — η, ο αυτός που δεν ξαστέρωσε, συννεφιασμένος, μουντός, σκοτεινός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”